κατεγνωσμένος

κατεγνωσμένος
καταγιγνώσκω
remark
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατεγνωσμένος — κατεγνωσμένος, η, ον (AM) μσν. αβάσιμος αρχ. βλ. καταγιγνώσκω. επίρρ... κατεγνωσμένως (Α) με τρόπο αξιόμεμπτο, επίμεμπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παθ. παρακμ. κατ έ γνωσ μαι τού κατα γινώσκω] …   Dictionary of Greek

  • μυριοκατεγνωσμένος — και μυριοκαταγνωσμένος, η, ον (Μ) άξιος για πολλές κατηγορίες, αξιοκατάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κατεγνωσμένος, μτχ. παρακμ. τού καταγιγνώσκω «κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”